- φοβητσιάρης
- και φοβιτσιάρης, -α, -ικο, Ναυτός που φοβάται εύκολα, ολιγόψυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. φοβητός + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. γκριν-ιάρης, καυχησ-ιάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοβητσιάρης, -α — και ισσα, ικο αυτός που εύκολα τον πιάνει ο φόβος, δειλός, άτολμος, λιγόψυχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
λαγόκαρδος — η, ο αυτός που έχει καρδιά σαν τού λαγού, δειλός, φοβητσιάρης … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
λιγόψυχος — και ολιγόψυχος η, ο (Α ολιγόψυχος, ον) δειλός, φοβητσιάρης, άτολμος αρχ. αυτός που η αντοχή του είναι μικρή. επίρρ... λιγόψυχα (Α ολιγοψύχως) με δειλία … Dictionary of Greek
φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… … Dictionary of Greek
φοβητσιάρικος — η, ο, Ν [φοβητσιάρης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε φοβητσιάρη. επίρρ... φοβητσιάρικα Ν με φοβητσιάρικο τρόπο … Dictionary of Greek
φοβιτσιάρης — α, ικο, Ν βλ. φοβητσιάρης … Dictionary of Greek
ψοφίμι — το, Ν 1. πτώμα, κουφάρι ζώου 2. α) άτομο κάτισχνο και εξαντλημένο β) άνθρωπος ψοφοδεής, δειλός, φοβητσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από τον πληθ. ψοφίμια (πρβλ. θαλάμια > θαλάμι, καλάμια > καλάμι) τού αμάρτυρου *ψοφίμιο(ν) < *ψοφιμαίον (< … Dictionary of Greek